φαρμακαποθήκη

φαρμακαποθήκη
η
1) аптекарский склад; 2) см. φαρμακεμπορείο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαρμακαποθήκη" в других словарях:

  • φαρμακαποθήκη — η, Ν 1. αποθήκη φαρμάκων 2. κατάστημα χοντρικής πώλησης φαρμακευτικών ή χημικών ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + αποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακαποθήκη — η 1. αποθήκη φαρμάκων. 2. κατάστημα χοντρικής πώλησης φαρμακευτικών και χημικών ειδών, το φαρμακεμπορείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • φαρμακαποθηκάριος — ο, Ν ιδιοκτήτης φαρμακαποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακαποθήκη + κατάλ. άριος (πρβλ. βιβλιοθηκ άριος)] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεμπορείο — το, Ν (παλ. τ.) κατάστημα χονδρικής πώλησης φαρμάκων και άλλων χημικών ειδών, φαρμακαποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρμακέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιο Νέων Ιδεών] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακεμπορείο — το κατάστημα χοντρικής πώλησης φαρμάκων ή και διάφορων φαρμακευτικών και χημικών υλών, η φαρμακαποθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»